ἀρτίφατος

ἀρτίφατος
ἀρτί-φᾰτος, ον,
A just killed, Opp.H.4.256.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αρτίφατος — ἀρτίφατος, ον (Α) ο αρτίφονος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρτι * + φατος < *φατός (πρβλ. θείνω)] …   Dictionary of Greek

  • ἀρτίφατος — just killed masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρτιφάτοισι — ἀρτίφατος just killed masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρτιφάτου — ἀρτίφατος just killed masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αρτι- — (AM ἀρτι )· [ΕΤΥΜΟΛ. Α συνθετικό λέξεων της Ελληνικής, ιδίως της αρχαίας και της μεσαιωνικής, με σημαντική παραγωγική δύναμη. Πρόκειται για προθεματικό ή προρρηματικό στοιχείο, προερχόμενο από το επίρρημα άρτι*. Απαντά σε αξιόλογο αριθμό συνθέτων …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”